- ονειρεύομαι
- rêver
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ονειρεύομαι — ονειρεύομαι, ονειρεύτηκα, ονειρεμένος βλ. πίν. 18 Σημειώσεις: ονειρεύομαι : η μτχ. ονειρεμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο → τόσο ωραίος, ώστε να μοιάζει με όνειρο … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ονειρεύομαι — και νειρεύομαι και νείρομαι [όνειρο] 1. βλέπω όνειρα, ενυπνιάζομαι 2. βλέπω κάποιον ή κάτι στο όνειρό μου («καλό στον έμορφο το νιο, που ψες τόν ονειρεύτηκα», Βιζυην.) 3. δημιουργώ φανταστικές εικόνες στο μυαλό μου, ονειροπολώ, φαντασιοκοπώ… … Dictionary of Greek
βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ … Dictionary of Greek
συνονειρώσσω — και αττ. τ. συνονειρώττω A ονειρεύομαι συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁνειρώσσω «ονειρεύομαι, ποθώ»] … Dictionary of Greek
Ypogeia Revmata — Infobox musical artist | Name = Ypogeia Revmata Landscape = no Img capt = Background = group or band Origin = flagicon|Greece Athens, Greece Genre = Rock Greek rock Alternative rock Progressive rock Acoustic Hard rock Blues rock Years active =… … Wikipedia
αποφαντάζομαι — ἀποφαντάζομαι (Μ) ονειρεύομαι … Dictionary of Greek
ενυπνιάζομαι — (AM ένυπνιάζω και ἐνυπνιάζομαι) (νεοελλ. μόνο το μέσ., αρχ. και μσν. και το ενεργ.) βλέπω όνειρα, ονειρεύομαι μσν. μέσ. 1. οραματίζομαι 2. παθαίνω στον ύπνο ονείρωξη, ρεύση, εκσπερματώνω … Dictionary of Greek
κοιμάμαι — και κοιμούμαι (Α κοιμῶ, άω, Μ κοιμοῡμαι και κοιμῶμαι) 1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου, πέφτω σε ύπνο 2. πλαγιάζω για ύπνο 3. συνεκδ. πεθαίνω, κείτομαι νεκρός 4. μτφ. αδιαφορώ, απρακτώ, εφησυχάζω, αδρανώ («το κράτος κοιμάται») 5. έρχομαι σε… … Dictionary of Greek
νείρομαι — 1. ονειρεύομαι 2. ονειροπολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ονείρομαι] … Dictionary of Greek
νειρεύομαι — βλ. ονειρεύομαι … Dictionary of Greek
ονείρεμα — το [ονειρεύομαι] 1. το να ονειρεύεται κάποιος 2. οπτασία, όραμα ονειροπόλημα («τής νυχτός ηλιόφεγγο κι ονείρεμα τής μέρας», Παλαμ.) … Dictionary of Greek